'Δεν έχω έμπνευση, παππούλη!’
Το ξανθό αγόρι κοίταξε τον γέρο με μάτια τόσο μεγάλα
που όλος ο κόσμος θαρρούσες ότι χωράει μέσα τους.
Τα μικροσκοπικά του δάκτυλα, τόσο πιο μικρά και μαλακά
από εκείνα του παππού του, που ήταν όλο κάλους και
γρατσουνιές από το πολύ κέντημα, έψαχναν κάτι μέσα
στις τσέπες του.
‘Παππού, σε βλέπω ασπρόμαυρο. Γιατί;’
Ο γέρος χαμογέλασε πλατιά κι έγνεψε καταφατικά το
αρχαίο του κεφάλι. ‘Δεν είναι τίποτα παιδί μου, κοιμήσου.’
Το κολοκύθι από την άλλη μεριά, φούσκωνε ολοένα και
περισσότερο. Η γυαλιστερή του επιφάνεια έκανε περίεργα
παιχνίδια με το πορτοκαλί φως της πινακίδας από το
γκαράζ. Ο μικρός κοιτούσε μια το τεράστιο κολοκύθι,
μία τον παππού του και μία τα κορδόνια του.
Δεν μπορούσε να κρύψει την αμηχανία του και το κέρατο
στην πλάτη του άλλαζε χρώμα σαν τρελό…μια καφετί
σαν την πουτίγκα της θείας Αμαλίας, μια μπλε και μια
χρυσωπό. Τίποτα στο δωμάτιο δεν είχε μείνει το ίδιο: το ταβάνι
ήταν ο ουρανός σήμερα…βαμμένο μπλε, με μικρά
αστεράκια που φωσφόριζαν κι ένα πλαστικό φεγγάρι που
είχε κουρνιάσει στην γωνίτσα του. Οι τοίχοι είχαν φυτρώσει
φυλλαράκια και δεν μπορούσες να δεις πώς κάτω από την τεράστια
πράσινη μάζα τους ήταν κρυμμένο το γκρίζο χρώμα των τσιμεντόλιθων.
Το πιο περίεργο από όλα όμως ήταν το πάτωμα, που μέχρι
εχθές ήταν καλυμμένο στα χώματα και σήμερα ήταν μια
λίμνη από πηκτό, σκούρο αίμα.
‘Περίεργο,’ αναλογίστηκε ο νεκρός
άνθρωπος- σκιάχτρο ενώ ένα βαριεστημένο κοράκι του
ξερίζωνε ένα από τα μάτια του. ‘Δεν θυμάμαι από
πού ήρθε όλο αυτό το αίμα. Θεούλη μου! Τι απαίσιο
θέαμα! Θα πάω να το πω στη μαμά και δεν θα με
πιστεύει…’
Όταν το ρολόι χτύπησε τρεις, ο σάπιος κούκος βγήκε από
το σπιτάκι του και άρχισε να τραγουδάει χαρωπά το
αγαπημένο του τετράστιχο- εκείνο που είχε απαγγείλει
τόσες άλλες φορές σαν επικήδειο μπροστά από άπειρα
κατακρεουργημένα πτώματα.
Γαλάζιος ο Ουρανός, τι καθαρός που είναι!
Ο Βοράς τον ευλογεί και τον δροσοφιλάει
Ο Ήλιος μοιάζει κίτρινος, λευκός, πορτοκαλής.
Κλείνω τα μάτια μου σφικτά, μα ακόμα εκεί είναι!
Πράσινα φύλα παίζουν, χαζεύουν, ψιθυρίζουν
Και οι μαύρες μύγες οι αλλήθωρες, τρελά θε να
τσιρίζουν.
(Αύγουστος, 2002)
Tuesday, March 06, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment